- κομιτατζής
- ο ист. участник комитата (см. κομιτάτο[ν])
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομιτατζής — ο 1. μέλος, κυρίως ένοπλο, επαναστατικού κομιτάτου 2. αντάρτης ή άτακτος που ανήκε στο βουλγαρικό κομιτάτο και αγωνιζόταν για την προσάρτηση τής Μακεδονίας στη Βουλγαρία 3. μτφ. άτομο αυταρχικό και βίαιου χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. komitaci… … Dictionary of Greek
κομιτατζής — ο (λ. τουρκ.), αυτός που αποτελεί μέλος ανταρτικού ή επαναστατικού κομιτάτου, ιδιαίτερα μέλος του βουλγαρικού κομιτάτου που επιδίωκε τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας στις αρχές του εικοστού αιώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλεξαντρόφ, Τεοντόρ — (1881 – 1924). Βούλγαρος κομιτατζής. Επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα για την αυτονόμηση της Μακεδονίας και συμμάχησε με τους Κροάτες αυτονομιστές. Ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Σταμπολίσκι διέταξε τη σύλληψη και τη φυλάκισή του. Δραπέτευσε όμως… … Dictionary of Greek